ῥητινῶδες

ῥητινῶδες
ῥητινώδης
resinous
masc/fem voc sg
ῥητινώδης
resinous
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • στύρακας — ο / στύραξ, ακος, ΝΑ, και λόγιος τ. στύραξ Ν και θηλ. στύραξ, ἡ, Α γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αγγειόσπερμων δικότυλων που ανήκει στην οικογένεια στυρακίδες και από τα οποία εξάγεται το ομώνυμο ευώδες ρητινώδες κόμμι… …   Dictionary of Greek

  • TEREBINTHUS — arbor in Syria frequens, pluribus describitur Plinio, l. 13. c. 6. fructu, lignô, resinâ utilis. Est autem fructus eius balsami fructui non absimilis, ut et semen, quô proin balsami semen adulteratum olim; edulis Dioscoridi, qui unum eius genus… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Ανακαρδιίδες — (anacardiaceae).Οικογένεια δενδρωδών και θαμνωδών φυτών, ιθαγενών κυρίως των τροπικών περιοχών. Μερικά είδη φυτρώνουν και βορειότερα. Έχουν φύλλα πτεροειδή και άνθη μικρά, διγενή ή μονογενή δίοικα. Ο καρπός τους είναι δρύπη με ρητινώδες… …   Dictionary of Greek

  • δάδωσις — δᾳδωσις, η (Α) [δαδοῡμαι] το να γίνεται κάποιο φυτό ρητινώδες, να περιέχει ρετσίνι …   Dictionary of Greek

  • ερυθρορρητίνη — η ρητινώδες σώμα που απομονώθηκε από τη ρίζα τού ρήου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός + ρητίνη] …   Dictionary of Greek

  • ευωνυμίνη — η ρητινώδες εκχύλισμα που εξάγεται από τον φλοιό τού φυτού ευώνυμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. euonymin < νεολατιν. euonymus < eu (πρβλ. ευ) + onymus (πρβλ. ωνυμος < όνυμα «όνομα» με ω λόγω εκτάσεως εν συνθέσει)] …   Dictionary of Greek

  • ζαμπέτι — το (Μ ζαπέτι και ζαπέτιον) νεοελλ. 1. κοινή ονομασία τού ζώου μοσχογαλή 2. ρητινώδες εύοσμο υγρό που παράγεται από αυτό το ζώο μσν. είδος αρώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. zabad] …   Dictionary of Greek

  • λάκκα — Ονομασία έξι οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 500 μ., 28 κάτ.) του νομού Άρτης. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, στις δυτικές απολήξεις των ορέων του Βάλτου, Α της Άρτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γεωργίου Καραϊσκάκη. 2. Ημιορεινός… …   Dictionary of Greek

  • πεύκο — Κοινή ονομασία κωνοφόρων δέντρων που ανήκουν στο βοτανικό γένοςπίνος. Το γένος αυτό εμφανίστηκε κατά τη μεσολιθική περίοδο και διαδόθηκε περισσότερο κατά το κρητιδικό. Στην Ελλάδα σχημάτιζε εκτεταμένα δάση κατά το μειόκαινο. Η ευρεία διάδοση των… …   Dictionary of Greek

  • πιπεριά — (καψικό το ετήσιο). Φυτό της οικογένειας των Σολανιδών (δικοτυλήδονα), που κατάγεται από τη Νότια Αμερική. Έχει βλαστό όρθιο, πράσινο, ποώδη, φύλλα λογχοειδή, ακέραια, πράσινα, στίλβοντα και άνθη μικρά με στεφάνη λευκή, πεντάλοβη. Οι καρποί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”